- ραγιάδικος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραγιά2. αυτός τού οποίου οι τρόποι και η συμπεριφορά έχουν δουλικότητα ή δηλώνουν υποταγή, δουλοπρεπής, αναξιοπρεπής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ραγιάδες, πληθ. τού ραγιάς + κατάλ. -ικος (πρβλ. φαγάδ-ικος, ψαράδικος)].
Dictionary of Greek. 2013.